ποιήσει' — ποιήσειε , ποιέω make aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вънегда — (191) относит. слово и союз. I. Относит. слово. Употребляется в качестве союзного слова в придат. предлож., относящихся к слову с временным знач.: а на просвѣщениѥ до ·г͠і· генва(р) м(с)ца. въньгда праздьни(к) коньчѩѥть(с). сп(с). ны с҃не б҃жии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MANUUM Gesticulatio ac Formatio ridicula — ad alios deridendos, indigitatur Tertulliâno de Pallio, c. 4. cum ait: Et acie figere, et manibus destinare et nutu tradere merito sit. Ubi tria haec iungit, Oculos, Manus, nutus. Sic Appuleius Metamorph. l. 3. Nec qui laverim qui terserim, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… … Dictionary of Greek
εκδίκηση — και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις) 1. η ανταπόδοση τού κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του 2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν τής Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῡ») νεοελλ. φρ. «παίρνω… … Dictionary of Greek
ολοκάρπωμα — ὁλοκάρπωμα, τὸ (ΑΜ) [ολοκαρπώ] η πλήρης θυσία τού προσφερομένου, το ολοκαύτωμα («καὶ τὸ δεύτερον ποιήσει ὁλοκάρπωμα», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… … Dictionary of Greek
παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν … Dictionary of Greek
προεκζέω — Α βράζω κάτι προηγουμένως («εἴ τις τὰ ὄστρεα προεκζέσας ὀπτὰ ποιήσει», Ρούφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek